πολύκλαδος

πολύκλαδος
-η, -ο / πολύκλαδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλάδος (< κλάδος), πρβλ. ολιγό-κλαδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύκλαδος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλαδος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλούς κλάδους: Πολύκλαδο δέντρο. 2. μτφ., αυτός που έχει πολλές υποδιαιρέσεις (κλάδους): Πολύκλαδη επιστήμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύκλαδον — πολύκλαδος masc/fem acc sg πολύκλαδος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλάδου — πολύκλαδος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλάδους — πολύκλαδος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλάδων — πολύκλαδος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλαδα — πολύκλαδος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλαδοι — πολύκλαδος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλαδωτέρα — πολυκλαδωτέρᾱ , πολύκλαδος fem nom/voc/acc comp dual πολυκλαδωτέρᾱ , πολύκλαδος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”